κατασφίγγω

κατασφίγγω
κατασφίγγω (AM)
μσν.
1. σφίγγω καλά, δυνατά
2. περισφίγγω, περικυκλώνω
3. καταπιέζω, εξαναγκάζω
αρχ.
σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενά («ποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • стягиваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. συσφίγγω) связываю; (περισφίγγω) обвязываю,… …   Словарь церковнославянского языка

  • κατάσφιγκτος — η, ο [κατασφίγγω] κατάσφιχτος* …   Dictionary of Greek

  • κατάσφιγξις — κατάσφιγξις, ἡ (Μ) [κατασφίγγω] 1. ισχυρή πίεση 2. μτφ. ψυχική θλίψη …   Dictionary of Greek

  • κατάσφιχτος — και κατάσφιγκτος, η, ο (Μ κατάσφιγκτος, ον) [κατασφίγγω] πάρα πολύ σφιγμένος, σφιχτοδεμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”